Ἄπιδι

Ἄπιδι
Ἄ̱πιδι , Ἆπις
masc dat sg
Ἀπις
Apis
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απίδι — το (Μ ἀπίδιον) αχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. ουσ. άπιον «αχλάδι»] …   Dictionary of Greek

  • απίδι — το ιού, ο καρπός της απιδιάς, αλλιώς αχλάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀπίδι — Ἀπίς fem dat sg Ἀ̱πίδι , ἄπιος 2 far away fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… …   Dictionary of Greek

  • αλευράπιδο — το είδος απιδιού που διαλύεται στο στόμα σαν αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + απίδι] …   Dictionary of Greek

  • απιδιά — η (Μ ἀπιδέα) [απίδι] η αχλαδιά …   Dictionary of Greek

  • δροσάπιδο — το (Μ δροσάπιδον) δροσερό, μεγάλο απίδι …   Dictionary of Greek

  • μυράπιον — μυράπιον, τὸ (Α) είδος μυρωδάτου απιδιού, μοσχάπιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄπιον «απίδι, αχλάδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”